- σιδερότυπο
- το, Νασπρόμαυρη ή έγχρωμη εικόνα που αποτυπώνεται σε ένδυμα με σιδέρωμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδερο- (βλ. σιδηρο-) + -τυπο (< τύπτω), πρβλ. φωτό-τυπο].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σιδηρο- — ΝΑ, και σιδερο Ν Ι. α συνθετικό πολλών λέξεων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην λ. σίδηρος* / σίδερο. Οι λέξεις αυτές δηλώνουν ονόματα, ενέργειες ή καταστάσεις που σχετίζονται με τον σίδηρο (πρβλ. σιδηρo βόρος,… … Dictionary of Greek